Δεκαετία 80
Την πρώτη φορά που ανανέωσα το διαβατήριο μου με βάση τις αυστηρές προδιαγραφές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα στα μέσα του 2000, έγινα έξαλλη με την φωτογραφία που υποχρεώθηκα να χρησιμοποιήσω. "Εντελώς άβαφτη, με τα μαλλιά να μην πέφτουν στο πρόσωπο, ακίνητη, αγέλαστη... αλλιώς το σύστημα θα τις απορρίψει", μου εξήγησε ο φωτογράφος βγάζοντας μου μία από τις χειρότερες φωτογραφίες της ζωής μου (νόμιζα...).
Τότε, το είχα θεωρήσει υπερβολή και το είχα αποδώσει στην "αμερικανική υστερία" που είχε επικρατήσει μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων. Όλα αυτά μέχρι που μία ανασκαφή του μπαμπά μου στα μπαουλάκια του με τα ενθύμια του χθες, έφερε στο φως ένα διαβατήριο που είχα βγάλει την δεκαετία του ΄80.
Ιούνιος 1985, περνάω αυτήν την υπέροχη φάση της εφηβείας που δεν θέλω καθόλου να μοιάζω με χαριτωμένο καστανόξανθο κοριτσάκι με γρκίζα ματάκια και κάνω ό,τι μπορώ για να μεταμορφωθώ σε αγριάνθρωπο απροσδιορίστου φύλου. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπετε στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του διαβατηρίου μου. Ουσίες δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου (για να ακριβολογώ δεν έχω δοκιμάσει ούτε κανονικό τσιγάρο) όμως αυτή η εικόνα θα ήταν αρκετή για να κινητοποιήσει άνετα τις τελειωνακές αρχές όλου του πλανήτη που -θεωρώντας με ως ύποπτη για χρήση, κατοχή και διακίνηση απαγορευμένων ουσιών- θα μπορούσαν άνετα να με συλλάβουν!
Ευτυχώς για μένα, τα μέτρα ασφαλείας των αεροδρομιών όλου του κόσμου μάλλον παραήταν χαλαρά την δεκαετία του ΄80 κι έτσι όχι μόνο δεν κίνησε υποψίες η φάτσα μου αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας αστυνομικός να παρατηρήσει ότι τα "ΚΑΣΤΑΝΑ" μάτια που αναγράφονται φαρδιά πλατιά ότι διαθέτει η κάτοχος του διαβατηρίου, δεν ταιριάζουν επ' ουδενί με τα γκριζοπράσινα δικά μου! Και επειδή βλέπω ότι το χρώμα ματιών είναι συμπληρωμένο με σφραγιδούλα, κάτι μου λέει ότι οι Ελληνικές Υπηρεσίες Έκδοσης Διαβατηρίων των '80s είχαν μόνο δύο επιλογές: Μαύρα ή Καστανά. Πράσινα και Γαλάζια, στο πυρ το εξώτερον... Με λεπτομέρειες θα ασχολούμαστε τώρα;
Ξεφυλλίζοντας σήμερα εκείνο το χειρόγραφο διαβατήριο, με την άθλια φωτογραφία και τα λανθασμένα στοιχεία (ακόμη και η υπογραφή δεν είναι δική μου...), το μόνο που μπορώ να αισθανθώ είναι ανακούφιση γιατί η Ελλάδα υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τις αυστηρές προαδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα αυτό. Το εάν και κατά πόσο μπορούν να παραβιαστούν από τους κακοποιούς και τους τρομοκράτες, είναι άλλο θέμα.
Ήταν Φθινόπωρο του 1986. Στους
πρώτους μήνες της Δευτέρας Λυκείου. Το σχολείο
μου, το 1ο Λύκειο Πειραιά, συστεγαζόταν με το 6ο κι
έτσι κάποιες μέρες της εβδομάδας κάναμε αναγκαστικά
απογευματινά μαθήματα εναλλάξ με τους "συγκατοίκους".
Εκείνη την εβδομάδα, η απογευματινή βάρδια έπεσε Πέμπτη
και Παρασκευή. Όμως αυτή η Παρασκευή, δεν ήταν σαν τις
άλλες. Ο κινηματογράφος ΖΕΑ, που βρισκόταν λίγους
δρόμους πίσω από το σχολείο μας, είχε φέρει (επιτέλους!)
την ταινία Top Gun που "έσπαγε ταμεία" στην Αμερική! Η πρώτη προβολή
της ξεκινούσε στις 17.00. Την ίδια ώρα με το μάθημα των Θρησκευτικών
μας.
Ο πρωταγωνιστής του Top Gun, ένας 24χρονος άσημος τότε
ηθοποιός, ήταν ήδη γνωστός στην Ελλάδα από τα πρωτοσέλιδα
της ΜΑΝΙΝΑΣ και της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ. Και για χιλιάδες
έφηβες Ελληνίδες ήταν αναμφίβολα ο άντρας των ονείρων
τους.
Και το όνομα αυτού: Τομ Κρουζ. Με το γυαλί Ray Ban καβάλα στη μηχανή του, φορώντας το δερμάτινο τζάκετ του πιλότου.
Κάναμε κοπάνα 4 θρανία στη σειρά. Το ένα πίσω από το άλλο. Όχι πολύ έξυπνο σαν ιδέα, όμως ποιος νοιαζότανε; Φτάσαμε τρέχοντας στον κινηματογράφο, φορτωθήκαμε pop corn, πατατάκια, αναψυκτικά και καφέδες, στοιβάξαμε τις σχολικές τσάντες σε μια πολυθρόνα και μόλις έσβησαν τα φώτα... απογειωθήκαμε.
Υ.Γ. Είναι όντως κοντός μωρέ Μαριάνθη μου...Αλλά σε καταλαβαίνω. Και τον Ρίτσαρντ δεν τον λες δίμετρο...
Η είδηση ότι το sequel της ταινίας Top Gun θα βγει στους κινηματογράφους το καλοκαίρι του 2020, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Τομ Κρουζ, 33 χρόνια μετά (!), συνοδεύτηκε από την δημοσίευση αυτής της φωτογραφίας. Και από ένα αίσθημα μουδιάσματος στην ψυχή και το σώμα μου...
Ετών 55 πλέον ο Τομ, κάπου στα 50 όλοι εμείς, τα κορίτσια και τα αγόρια που γεμίζαμε ασφυκτικά τα σινεμά στα μέσα της δεκαετίας του '80 για να παρακολουθήσουμε με μάτια ολάνοιχτα τις εναέριες κόντρες του Maverick και του Iceman... Κανένας και τίποτα δεν είναι ίδιο. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως τότε. Δυστυχώς, για κάποιους. Ευτυχώς, για άλλους τόσους...
Άναρωτιέμαι.... Μπορεί άραγε το Top Gun να γίνει η εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα; Ποιός ο λόγος να υπάρξει "νούμερο 2", σε κάτι που κατέχει στις καρδιές μας την πρώτη θέση για περισσότερες από τρεις δεκαετίες; Ποιός ο λόγος να υπάρξει συνέχεια σε κάτι που έχει τελειώσει;
Μόνο η ίδια η ταινία είναι ικανή να απαντήσει στις επιφυλάξεις μου, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι θα την παρακολουθήσω σε έναν χρόνο από σήμερα, υγεία να 'χουμε... Όσοι διαβάζετε το thisismarias, γνωρίζετε ίσως ότι το συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο, έχει αφήσει μέσα μου ανεξίτηλα σημάδια...
Ήταν Φθινόπωρο
του 1986. Στους πρώτους μήνες της Δευτέρας Λυκείου.
Το σχολείο μου, το 1ο Λύκειο Πειραιά, συστεγαζόταν
με το 6ο κι έτσι κάποιες μέρες της εβδομάδας κάναμε
αναγκαστικά απογευματινά μαθήματα εναλλάξ με τους
"συγκατοίκους".
Εκείνη την εβδομάδα, η απογευματινή
βάρδια έπεσε Πέμπτη και Παρασκευή. Όμως αυτή η Παρασκευή,
δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο κινηματογράφος ΖΕΑ, που
βρισκόταν λίγους δρόμους πίσω από το σχολείο μας, είχε
φέρει (επιτέλους!) την ταινία Top Gun που "έσπαγε ταμεία" στην
Αμερική! Η πρώτη προβολή της ξεκινούσε στις 17.00. Την ίδια
ώρα με το μάθημα των Θρησκευτικών μας.
Ο πρωταγωνιστής
της, ένας 24χρονος άσημος τότε ηθοποιός, ήταν ήδη γνωστός
στην Ελλάδα από τα πρωτοσέλιδα της ΜΑΝΙΝΑΣ και της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ.
Και για χιλιάδες έφηβες Ελληνίδες ήταν αναμφίβολα
ο άντρας των ονείρων τους. Και το όνομα αυτού: Τομ Κρουζ.
Με το γυαλί Ray Ban καβάλα στη μηχανή του, φορώντας το δερμάτινο
τζάκετ του πιλότου.
Κάναμε κοπάνα 4 θρανία στη σειρά. Το ένα πίσω από το άλλο. Όχι πολύ έξυπνο σαν ιδέα, όμως ποιος νοιαζότανε; Φτάσαμε τρέχοντας στον κινηματογράφο, φορτωθήκαμε pop corn, πατατάκια, αναψυκτικά και καφέδες, στοιβάξαμε τις σχολικές τσάντες σε μια πολυθρόνα και μόλις έσβησαν τα φώτα... απογειωθήκαμε.
"Άσε μας ρε Μαριάνθη με τον κοντοστούπη. Ούτε το πετάλι της μηχανής δεν φτάνει", τον απορρίπτει η Δήμητρα.
Πειραιάς. Άγιος Βασίλης. Τέλη της δεκαετίας του ΄70, αρχές του ΄80. Εγώ, "η μεγάλη", ο Νίκος, ο μικρότερος αδελφός μου και το Μαράκι, η Μαρία Λεκάκου, γειτόνισσα και φίλη. Παίρναμε τα τριγωνάκια μας, φορούσαμε τα καλά μας και ξεκινούσαμε αξημέρωτα! "Για να προλάβουμε να τα πούμε πρώτοι εμείς, πριν πάνε τα άλλα παιδάκια".
Χτυπούσαμε επίμονα τα κουδούνια, αρχικά των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας κι ύστερα των διπλανών πολυκατοικιών, των απέναντι, των παρακάτω. Αφού εξαντλούσαμε το δικό μας οικοδομικό τετράγωνο, σειρά είχε η ανηφόρα της Φραγκιαδών, αυτή που οδηγεί στην Καλλίπολη.
"Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας. Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας", ξανά και ξανά, μέχρι που φτάναμε "στα σύνορα". Η οδός Σκουλούδη ήταν το όριο μας. Δεν συνεχίζαμε ποτέ προς την Πλατεία Σερφιώτου. Την νιώθαμε "άλλη γειτονιά" που ανήκε δικαιωματικά στα "άλλα παιδιά". Γι αυτό κάναμε στροφή αριστερά και κατηφορίζαμε σιγά σιγά την οδό Ζαννή μέχρι τη γωνία με την οδο Σαχτούρη.
Άνθρωποι αγουροξυπνημένοι, άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι μουρτζούφληδες, σχεδόν όλοι μας άνοιγαν τις πόρτες τους, άκουγαν τα (παράφωνα) κάλαντα μας, μας ανταμείβανε με πολλές ευχές, σπιτικά γλυκά και γερά χαρτζιλίκια, έτοιμα από βραδύς "για τα παιδιά που θα μας τα πούνε αύριο".
Ο ανταγωνισμός μεγάλος, πολλά γειτονόπουλα κουβαλούσαν μαζί τους μουσικά όργανα και έδιναν μικρές μουσικές παραστάσεις, όμως εμάς δεν μας ένοιαζε γιατί είχαμε μαζί μας το "υπερόπλο" που λεγόταν Νίκος. Μονίμως χαμογελαστός ο αδελφός μου, "διάσημος" στην ευρύτερη περιοχή του Άγιου Βασίλη, γνωστός ως "ο Νικολάκης", ήταν αδύνατο να του αρνηθείς όταν χαμογελούσε χωρίς δόντια και σου έλεγε "να τα πούμε;". Μονο την πρώτη στροφή από τα κάλαντα ήξερε ο Νικολάκης, ποτέ δεν μπήκε τον κόπο να μάθει και τα υπόλοιπα, αλλά τι σημασία είχε; Τον αγαπούσαν όλοι! Αυτο μετρούσε...
Ήταν ΓΙΟΡΤΗ η παραμονή των Χριστουγέννων στις γειτονιές του Πειραιά εκείνα τα χρόνια. 1977, 1978, 1979, 1980, 1981...Η εγκληματικότητα δεν αποτελούσε ακόμη πρόβλημα, τα παιδιά μπορούσαμε να κυκλοφορούμε άφοβα στους δρόμους, οι Πειραιώτες μας καλοδέχονταν, ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού απέφευγαν να μας ανοίξουν τις πόρτες τους. Για όλους ήταν καλοτυχία και χαρά να γεμίζουν οι πολυκατοικίες παιδικές φωνές και ήχους από τριγωνάκια. Κανείς δεν μετρούσε τις 20 ή και τις 50 δραχμές που απλόχερα μας πρόσφεραν. Όχι γιατί τους περρίσευαν, δεν ήταν πλούσιοι σε χρήματα, είχαν όμως τεράστια αποθέματα καλής διάθεσης και ψυχικής γενναιοδωρίας... Και το κυριότερο: είχαν ελπίδα!
Περασμένες 12 το μεσημέρι πια, όταν έφτανε η ώρα του ταμείου, που πάντα μα πάντα κρατούσα εγώ "η μεγάλη", χωρίζαμε στα τρία τα μπαξίσια και τρέχαμε να τα ξοδέψουμε χωρίς καθυστέρηση. Ο αδελφός μου για να αγοράσει άλλη μία μπάλα ποδοσφαίρου. Το Μαράκι μια ακόμη Μπάρμπι. Κι εγώ, στο βιβλιοπωλείο του Μπακογιάννη για άλλο ένα βιβλίο...
Είναι ευλογία, προίκα, δώρο ανεκτίμητο τα όμορφα παιδικά χρόνια... Κι ας το καταλαβαίνεις αργά, όταν πια είσαι "μεγάλος"... Το συνειδητοποίησα σήμερα, για πολλοστή φορά, βλέποντας στους δρόμους του Φαλήρου 25άρηδες να λένε τα κάλαντα για να βγάλουν χαρτζιλίκι... Και μικρά παιδάκια να συνοδεύονται απαραιτήτως από τους γονείς τους υπό τον φόβο των ληστών που παραμονεύουν πια σε κάθε γειτονιά... Δεν ήταν όλα καλύτερα παλιότερα. Όσα όμως ήταν, ήταν ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!
Καλά Χριστούγεννα σε όλους. Με υγεία, αισιοδοξία και λιακάδα στις ψυχές μας... Όπως παλιά...
Τελευταία σχόλια